περονώ

περονώ
-άω, Α [περόνη]
1. διατρυπώ, διαπερνώ κάτι με περόνη ή με αιχμηρό όργανο
2. μέσ. περονῶμαι
στερεώνω με περόνη ένδυμα επάνω μου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περονῶ — περονάω pierce pres imperat mp 2nd sg περονάω pierce pres subj act 1st sg (attic epic ionic) περονάω pierce pres ind act 1st sg (attic epic ionic) περονάω pierce pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) περονάω pierce pres ind act 1st sg… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπερονώ — καταπερονῶώ, άω (Α) (επιτ. τ. τού περονώ) συνδέω με την περόνη, συναρμόζω, συνάπτω, κουμπώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + περονῶ «διατρυπώ» (< περόνη)] …   Dictionary of Greek

  • διαπερονώ — (Α διαπερονῶ, άω) [περονώ] διατρυπώ με περόνη ή με άλλο αιχμηρό όργανο …   Dictionary of Greek

  • περονήτις — ήτιδος, ἡ, Α η περονατρίς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τις (πρβλ. κυβερνή τις)] …   Dictionary of Greek

  • περονατρίς — και περονητρίς, ίδος, ἡ Α (δωρ. τ.) δωρικό γυναικείο ένδυμα που στερεωνόταν με περόνη, με πόρπη («τώμπέχονον και τάν περονατρίδα λάζεν», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τρίς (πρβλ. πελεκη τρίς)] …   Dictionary of Greek

  • περονητήρ — ὁ, Α περόνη, πόρπη. [ΕΤΥΜΟΛ. < περονῶ + επίθημα τήρ (πρβλ. φρουρη τήρ)] …   Dictionary of Greek

  • περόναμα — και περόνημα, τὸ, Α [περονώ] (δωρ. τ.) ένδυμα, ιμάτιο που στερεώνεται με περόνη, με πόρπη («θεῶν περονάματα φασεῑς», Θεόκρ.) …   Dictionary of Greek

  • προσπερονώ — άω, Α 1. τρυπώ, διατρυπώ 2. καρφώνω, συνδέω με περόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + περονῶ «διατρυπώ, καρφώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπερονώ — άω, Α συνδέω με περόνη, συνάπτω με περόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περονῶ (< περόνη)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”